ζοφερός — dusky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν … Dictionary of Greek
ζοφερά — ζοφερός dusky neut nom/voc/acc pl ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc/acc dual ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερώτερον — ζοφερός dusky adverbial comp ζοφερός dusky masc acc comp sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερῶν — ζοφερός dusky fem gen pl ζοφερός dusky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερόν — ζοφερός dusky masc acc sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεραῖς — ζοφερός dusky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεραί — ζοφερός dusky fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεροῖο — ζοφερός dusky masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεροῖς — ζοφερός dusky masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)